σιμός

σιμός
σῑμός, ή, όν,
A snub-nosed, flat-nosed, of the Ethiopians and their gods, Xenoph.16; of the Scythians, Hdt.4.23, cf.Ar.Ec.617 ([comp] Comp.), 705, Theoc.3.8; represented as giving an arch, pert look,

σιμός, ἐπίχαρις κληθείς Pl.R.474d

; Arist. says that all children are σιμοί, Pr.963b15; of dolphins, Arion 1.7; of dogs, X.Cyn.4.1; of the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA502a11; of the ponies of the Sigynnae, Hdt.5.9; of bees and goats, Theoc.7.80, 8.50.
2 of the nose, snub, flat, opp. γρυπός, Pl.Tht.209c; τὸ σ. τῆς ῥινός,= σιμότης, X.Smp.5.6, cf. Arist. Pol.1309b24.—As this kind of nose gives a pert expression, we find

σιμὰ γελῶν AP5.176

(Mel.); σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις ib.178 (Id.); cf.

σιμόω 1

.
II metaph., bent upwards, like the slope of a hillside: hence, up-hill, opp.

κατάντης, χωρίον Ar.Lys.288

, ubi v. Sch.; πρὸς τὸ σ. διώκειν pursue up-hill, X.HG4.3.23;

πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Dionys.Com.4

, cf.Arist.Pr.870a30; σ. [ὁδός] X.Cyn.6.5; ὑπερβάλλειν τὰ ς. ib.5.16; σίμαι (sic cod.) the ends of the lyre, Hsch.; also, parts of the cornice, Id., cf. Vitr.3.5.12.
2 generally, hollow, concave, opp. κυρτός, ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων ς. X.Cyr.8.4.21; τὰ σ. τοῦ ἥπατος the bottom of the liver, Poll.2.213, Gal.11.93; χεὶρ ς. Ath.14.630a; of splints, νάρθηκες ς. Hp.Off.12, acc. to Gal.18(2).833 rounded and tapering off towards the end, so as gradually to diminish the pressure; also, of a kind of bandage, Hp.Off.7.
III σιμός· τυφλός, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σῖμος — Flat nose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το …   Dictionary of Greek

  • σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το …   Dictionary of Greek

  • σιμός — σῑμός , σιμός snub nosed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμός — ή, ό 1. ανασηκωμένος στα άκρα: Έχει σιμή μύτη. 2. πλατσομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σίμος Ιωαννίδης — Ορεινός οικισμός (267 κάτ., υψόμ. 820 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Φλώρινας …   Dictionary of Greek

  • Σίμος, Σπυρίδων — Δημοσιογράφος και πολιτευτής (1868 1935). Καταγόταν από την Ήπειρο. Εγκαταστάθηκε αρχικά στον Πειραιά αλλά έπειτα από σύντομη παραμονή, πήγε στη Ρουμανία, όπου ίδρυσε το 1892 το Βουκουρέστι την εφημερίδα Πατρίς. Το 1906, εξαιτίας των διωγμών του… …   Dictionary of Greek

  • Μενάρδος, Σίμος — (Μυτιλήνη 1872 – Αθήνα 1933). Καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στην Αθήνα, ενώ την περίοδο 1898 04 δικηγόρησε στην Κύπρο, από όπου και καταγόταν. Εκεί συγκέντρωσε… …   Dictionary of Greek

  • Σῖμοι — Σῖμος Flat nose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σῖμον — Σῖμος Flat nose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμ' — σῑμά , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc pl σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc/acc dual σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑμέ , σιμός snub nosed masc voc sg σῑμαί , σιμός snub nosed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”